Πολλή συζήτηση γίνεται τις τελευταίες μέρες για την
ανάγκη να εξασφαλιστεί στις προσεχείς εκλογές η λεγόμενη «κυβερνητική
σταθερότητα». Ο πρωθυπουργός, Αντ. Σαμαράς, έθεσε το ζήτημα και με άρθρο
του την περασμένη Κυριακή, ενώ ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος
της κυβέρνησης θέτει εκβιαστικά το δίλημμα, ότι σε ένα ενδεχόμενο
απώλειας της δύναμης του ΠΑΣΟΚ - Ελιάς η κυβέρνηση απειλείται. Το
σύνθημα της κυβερνητικής σταθερότητας συνοδεύει την προπαγάνδα της
κυβέρνησης ότι τα δύσκολα πέρασαν, ότι οι εργαζόμενοι έχουν να
προσδοκούν θετικά από τα σημάδια εξόδου της οικονομίας από την κρίση. Το
ζήτημα αυτό επαναλαμβάνεται μονότονα από μια σειρά αστικά ΜΜΕ,
επιχειρώντας να εκβιάσουν, να φοβίσουν τους εργαζόμενους. Παίζουν το
χαρτί του κινδύνου της αστάθειας για να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα της
αντιλαϊκής πολιτικής.
Πρέπει βεβαίως για τους εργαζόμενους να είναι καθαρό
ότι η κυβερνητική σταθερότητα, την οποία επιζητούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ,
σημαίνει συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής, μέσω των μνημονίων
διαρκείας που επιβάλλει η ΕΕ και το κεφάλαιο. Σημαίνει συνέχιση στον
ίδιο δρόμο, αυτό του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης που έφερε την
προηγούμενη κρίση (όπως και τις παλιότερες) και θα την ξαναφέρει ξανά
στο μέλλον (άμεσο ή απώτερο). Καμιά θυσία, καμιά απώλεια των εργαζομένων
δεν πρόκειται να αποκατασταθεί ουσιαστικά, δεν πρόκειται να ανακοπεί η
τάση για παραπέρα υποβάθμιση των εργατικών-λαϊκών αναγκών, για
υποτιμημένα δικαιώματα.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ότι διέξοδος για το
λαό είναι η αλλαγή κυβέρνησης, μια «δημοκρατική ανατροπή», όπως την
ονομάζει. Ομως ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται την ΕΕ και την Ευρωζώνη, διακηρύττει
ότι θα στηρίξει τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης - βλέπε υγιής
επιχειρηματικότητα - δίνει εγγυήσεις σε διάφορα τμήματα του κεφαλαίου,
σε εκπροσώπους ξένων και ντόπιων καπιταλιστικών κέντρων. Επιδιώκοντας να
αλλάξει ο τρόπος διαχείρισης εντός του αντιλαϊκού καπιταλιστικού δρόμου
ανάπτυξης και της ΕΕ. Συνεπώς δεν αμφισβητεί όλα αυτά που αποτελούν τη
θεμελιακή αιτία που έχει έρθει ο λαός μας στη σημερινή κατάσταση.
Γι' αυτό, άλλωστε, και παραπέμπει στο άγνωστο μέλλον
την κατάργηση των αντιλαϊκών μέτρων του μνημονίου. Δε δεσμεύεται σε
τίποτα ουσιαστικό για την ανακούφιση των εργαζομένων, παρά μόνο για
ορισμένες παροχές-ψίχουλα στα πιο εξαθλιωμένα στρώματα, που
«ανταγωνίζονται» τις ανάλογες «παροχές» της κυβέρνησης. Η «ανατροπή»,
λοιπόν, που επικαλείται δεν πρόκειται να πλήξει τη σταθερότητα της
αντιλαϊκής πολιτικής.
Πραγματικός αντίπαλος της βάρβαρης κυβερνητικής
πολιτικής είναι το ισχυρό ΚΚΕ, που παλεύει για αποδέσμευση από την ΕΕ
και ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και όχι εκείνα τα κόμματα που
κινούνται στις ίδιες - με την κυβέρνηση – ράγες.