Σχεδιάζουν κι άλλο χτύπημα στο δικαίωμα στην απεργία, θεσμοθέτηση της ανταπεργίας και κατάργηση των τριετιών
Εχοντας συμφωνήσει στην παραπέρα μείωση των
εργοδοτικών εισφορών κατά 3,9 μονάδες (έχει ήδη επέλθει μείωση κατά 1,1
μονάδες) και στην αναμόρφωση του πλαισίου για τις ομαδικές απολύσεις σε
πιο αντιδραστική κατεύθυνση, κυβέρνηση και τρόικα, για λογαριασμό του
κεφαλαίου, ανοίγουν τώρα νέα «κεφάλαια» στην επίθεση διαρκείας σε βάρος
των εργαζομένων και του λαού.
Οπως προκύπτει από ενημέρωση στελέχους της κυβέρνησης, μετά τις διαβουλεύσεις με την τρόικα το βράδυ της Παρασκευής στο υπουργείο Οικονομικών, στο τραπέζι της συζήτησης έπεσαν σχεδιασμοί όπως να θεσμοθετηθεί ως προϋπόθεση η απόλυτη πλειοψηφία των εργαζομένων στη λήψη της απόφασης για απεργία, να καθιερωθεί το lock out (ανταπεργία) και να παγώσει η ωρίμανση με τις τριετίες μετά το 2017!
Θυμίζουμε ότι η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τις απεργίες, προκειμένου να δυσκολέψει την κήρυξη και την οργάνωσή τους, όπως και η θεσμοθέτηση της «ανταπεργίας», είναι μόνιμα αιτήματα των εργοδοτών και η εφαρμογή τους μεθοδεύεται εδώ και χρόνια από τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα.
Το Φλεβάρη του 2013, το υπουργείο Εργασίας, με διαρροές στον Τύπο, προανήγγειλε αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση. Οπως σημειωνόταν στο ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (12/2/2013), «τα επιτελεία του υπουργείου ετοιμάζουν σχέδιο με το οποίο θα ανατρέπεται ο τρόπος λήψης απόφασης για την προκήρυξη απεργίας, όπως ισχύει σήμερα με τον ν.1264/1982, ενώ θα δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις, σε περίπτωση απεργίας των εργαζομένων, να απαντούν με ανταπεργία (λοκ-άουτ).
Συγκεκριμένα, η προκήρυξη απεργίας που σήμερα στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις γίνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, από την πλειοψηφία των παρόντων μελών του σωματείου και αφού πρώτα έχει διαπιστωθεί απαρτία, να αντικατασταθεί με απόφαση όλων των εργαζομένων της επιχείρησης, αναβιώνοντας έτσι το περίφημο "άρθρο 4" για τις ΔΕΚΟ το 1983.
Ενας τέτοιος, όμως, όρος οδηγεί πρακτικά στην παρεμπόδιση κάθε απόφασης για απεργία. Το ίδιο προκλητική είναι και η ρύθμιση που επεξεργάζεται το υπουργείο για να επαναφέρει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις για προκήρυξη ανταπεργίας (δηλαδή κλείσιμο της επιχείρησης) και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων. Δυνατότητα που υπήρχε πριν το 1982 με το νόμο 330/1976 του τότε υπουργού Εργασίας Λάσκαρη και καταργήθηκε με το νόμο 1264.
Στην ίδια αντεργατική κατεύθυνση κινούνται και οι σχεδιασμοί - σύμφωνα πάντα με τις ίδιες διαρροές - για παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης με τον περιορισμό ή την κατάργηση των συνδικαλιστικών αδειών, αλλά και την αλλαγή της δομής του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως είναι η ύπαρξη και λειτουργία των Εργατικών Κέντρων, και κυρίως το δικαίωμά τους να κηρύσσουν απεργία σε επίπεδο νομού.
Σύμφωνα με τις ίδιες διαρροές, στελέχη του υπουργείου Εργασίας ισχυρίζονται ότι "δεν μπορεί... να διατηρούμε τη δυνατότητα ολιγομελών σωματείων να ακινητοποιούν δημόσιες επιχειρήσεις", ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, δήλωνε στο "Βήμα" πως "έχουν περάσει 30 χρόνια από τη θέσπιση του υφιστάμενου νόμου και οι εποχές και οι συνθήκες αλλά και οι ανάγκες του συνδικαλιστικού κινήματος επιβάλλουν - τουλάχιστον - να ανοίξει η συζήτηση"!».
Οπως προκύπτει από ενημέρωση στελέχους της κυβέρνησης, μετά τις διαβουλεύσεις με την τρόικα το βράδυ της Παρασκευής στο υπουργείο Οικονομικών, στο τραπέζι της συζήτησης έπεσαν σχεδιασμοί όπως να θεσμοθετηθεί ως προϋπόθεση η απόλυτη πλειοψηφία των εργαζομένων στη λήψη της απόφασης για απεργία, να καθιερωθεί το lock out (ανταπεργία) και να παγώσει η ωρίμανση με τις τριετίες μετά το 2017!
Θυμίζουμε ότι η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τις απεργίες, προκειμένου να δυσκολέψει την κήρυξη και την οργάνωσή τους, όπως και η θεσμοθέτηση της «ανταπεργίας», είναι μόνιμα αιτήματα των εργοδοτών και η εφαρμογή τους μεθοδεύεται εδώ και χρόνια από τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα.
Το Φλεβάρη του 2013, το υπουργείο Εργασίας, με διαρροές στον Τύπο, προανήγγειλε αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση. Οπως σημειωνόταν στο ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (12/2/2013), «τα επιτελεία του υπουργείου ετοιμάζουν σχέδιο με το οποίο θα ανατρέπεται ο τρόπος λήψης απόφασης για την προκήρυξη απεργίας, όπως ισχύει σήμερα με τον ν.1264/1982, ενώ θα δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις, σε περίπτωση απεργίας των εργαζομένων, να απαντούν με ανταπεργία (λοκ-άουτ).
Συγκεκριμένα, η προκήρυξη απεργίας που σήμερα στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις γίνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, από την πλειοψηφία των παρόντων μελών του σωματείου και αφού πρώτα έχει διαπιστωθεί απαρτία, να αντικατασταθεί με απόφαση όλων των εργαζομένων της επιχείρησης, αναβιώνοντας έτσι το περίφημο "άρθρο 4" για τις ΔΕΚΟ το 1983.
Ενας τέτοιος, όμως, όρος οδηγεί πρακτικά στην παρεμπόδιση κάθε απόφασης για απεργία. Το ίδιο προκλητική είναι και η ρύθμιση που επεξεργάζεται το υπουργείο για να επαναφέρει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις για προκήρυξη ανταπεργίας (δηλαδή κλείσιμο της επιχείρησης) και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων. Δυνατότητα που υπήρχε πριν το 1982 με το νόμο 330/1976 του τότε υπουργού Εργασίας Λάσκαρη και καταργήθηκε με το νόμο 1264.
Στην ίδια αντεργατική κατεύθυνση κινούνται και οι σχεδιασμοί - σύμφωνα πάντα με τις ίδιες διαρροές - για παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης με τον περιορισμό ή την κατάργηση των συνδικαλιστικών αδειών, αλλά και την αλλαγή της δομής του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως είναι η ύπαρξη και λειτουργία των Εργατικών Κέντρων, και κυρίως το δικαίωμά τους να κηρύσσουν απεργία σε επίπεδο νομού.
Σύμφωνα με τις ίδιες διαρροές, στελέχη του υπουργείου Εργασίας ισχυρίζονται ότι "δεν μπορεί... να διατηρούμε τη δυνατότητα ολιγομελών σωματείων να ακινητοποιούν δημόσιες επιχειρήσεις", ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, δήλωνε στο "Βήμα" πως "έχουν περάσει 30 χρόνια από τη θέσπιση του υφιστάμενου νόμου και οι εποχές και οι συνθήκες αλλά και οι ανάγκες του συνδικαλιστικού κινήματος επιβάλλουν - τουλάχιστον - να ανοίξει η συζήτηση"!».